Ἄκορις

Ἄκορις
Ἄκορις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Άκορις — (4ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Αιγύπτου (396 ή 392 383 π.Χ.). Κατόρθωσε να νικήσει τους Πέρσες που προσπάθησαν να καταλάβουν την Αίγυπτο, ύστερα από τρία συνεχή χρόνια πολέμου. Υπήρξε σύμμαχος του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και των Αθηναίων, με… …   Dictionary of Greek

  • Ἀκόριδος — Ἄκορις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄκοριν — Ἄκορις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”